οζούμαι

οζούμαι
ὀζοῡμαι, -όομαι (Α) [όζος (Ι)]
(για φυτό) βγάζω όζους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διοζούμαι — διοζοῡμαι ( όομαι) (Α) [οζούμαι] διακλαδώνομαι …   Dictionary of Greek

  • οζωτός — ή, ό (Α ὀζωτός, ή, όν) [οζούμαι] (για φυτό) αυτός που έχει κλαδιά, κλαδωτός νεοελλ. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους («οζωτή ράβδος») …   Dictionary of Greek

  • ταξιόζωτος — ον, Α (για δένδρο) αυτός τού οποίου τα κλαδιά εκφύονται σε κανονικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + ὀζωτός (< ὀζοῦμαι < ὄζος (Ι) «βλαστός, κλαδί»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”